Η δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης εργαλείων και λύσεων οδηγεί στη συρρίκνωση του κόστους και συμβάλει στη βέλτιστη χρήση και απόσβεση του προϋπάρχοντος εξοπλισμού. Για τον λόγο αυτό, σχεδόν αυθόρμητα, όποτε παρουσιάζεται ένα νέο πρόβλημα προς λύση ή μια καινούργια απαίτηση προς κάλυψη, ανατρέχουμε πρώτα στους ήδη διαθέσιμους πόρους (εσωτερικές βάσεις δεδομένων, υπάρχουσες εργαλειοθήκες κ.λπ.).

Ειδικότερα, στον χώρο του IT και των projects η προσέγγιση αυτή θεωρείται ως ο βέλτιστος τρόπος λειτουργίας (best practice) και προωθείται ποικιλοτρόπως σε διάφορα πρότυπα και θεωρητικά μοντέλα. Παραδείγματα υπάρχουν σε όλο το φάσμα, από τη δημιουργία τεκμηρίωσης λύσεων παλαιών προβλημάτων (lessons learned, wikies, how-tos), ώστε να μπορούμε να ανατρέχουμε μελλοντικά σε αυτά, μέχρι τη modular αρχιτεκτονική συστημάτων λογισμικού, ώστε να είναι πιθανότερη η αξιοποίηση ολόκληρων blocks αυτού σε νέα έργα. Η προσέγγιση αυτή έχει ως συνέπεια το βάρος της προσπάθειας να μεταφέρεται συχνά από την αναγνώριση του προβλήματος ή του αιτήματος στην τροποποίηση των διαθέσιμων πόρων, ώστε να επιλύεται και να καλύπτεται το όποιο ζητούμενο, χωρίς να υπάρχει εκτίμηση για τις πιθανές εκπτώσεις στον πιθανό βαθμό επιτυχίας της εφαρμοζόμενης λύσης.

Μια αγγλοσαξονική παροιμία λέει πως «όταν το μόνο που έχεις είναι ένα σφυρί τότε αρχίζουν όλα να μοιάζουν με πρόκες». Κάθε κατάσταση και κάθε πρόβλημα, ωστόσο, είναι διαφορετικά και χρίζουν διαφορετικής, κάθε φορά, αντιμετώπισης. Προϋπάρχουσες λύσεις μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά, αλλά μπορούν και να αλλοιώσουν την εκτίμησή μας για το τι ακριβώς θέλουμε να πετύχουμε με μόνο στόχο την επαναχρησιμοποίηση των ήδη διαθέσιμων εργαλείων, συστημάτων ή ακόμα και του γνωσιακού υπόβαθρου.

Η ατυχής χρήση προϋπάρχουσων λύσεων μπορεί να οδηγήσει από την ατελή αντιμετώπιση προβλημάτων μέχρι και τη δημιουργία σημαντικά μεγαλύτερων νέων προβλημάτων, αντί της λύσης των παλαιών. Αυτό μπορεί να σημαίνει δραματική αύξηση του κόστους, τη στιγμή που, θεωρητικά, οι προϋπάρχουσες λύσεις θα οδηγούσαν σε μείωσή του.