Η “ασθενική” παγκόσμια οικονομία, η ψηφιοποίηση και τα πολλαπλά κανονιστικά πλαίσια δείχνουν να απειλούν την κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος κατά το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα. Πόσο, αναμένεται να επηρεάσει και συμβάλλει ταυτόχρονα η πραγματικότητα του ψηφιακού μετασχηματισμού στη διαμόρφωση του νέου χρηματοπιστωτικού τοπίου;

Μπορεί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ανεπτυγμένων χωρών να δείχνουν πως έχουν επηρεαστεί περισσότερο, καθώς ποσό που υπερβαίνει τα 90 δισεκατομμύρια δολάρια ή αλλιώς το 25% των κερδών τους βρίσκονται σε κίνδυνο, την ίδια στιγμή όμως και οι τράπεζες των αναδυόμενων αγορών είναι εξίσου ευάλωτες, και δη σε ότι αφορά στον πιστωτικό κύκλο τους. Προκειμένου, λοιπόν, να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι εν λόγω δυνάμεις και πιέσεις θα απαιτηθεί εκ μέρους της πλειοψηφίας των τραπεζών να αναλάβουν μια θεμελιώδη διαδικασία μεταμόρφωσης που θα έχει στο επίκεντρο της την ανθεκτικότητα, τον αναπροσανατολισμό και την αίσθηση της ανανέωσης. Με βάση, μάλιστα, πρόσφατη μελέτη της McKinsey καταδεικνύεται πως από τις “ώριμες” αγορές, ο τραπεζικός τομέας των ΗΠΑ δείχνει να είναι σε καλύτερη θέση προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προαναφερθείσες αντιξοότητες, ενώ το αποτέλεσμα των πρόσφατων προεδρικών εκλογών έχει αυξήσει τις ελπίδες της βιομηχανίας για την εφαρμογή ενός περισσότερο ήπιου κανονιστικού περιβάλλοντος.

Μάλιστα, οι Ιαπωνικές και Αμερικανικές τράπεζες θέτουν σε κίνδυνο κέρδη που εκτείνονται μεταξύ 1 και 45 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το 2020, ανάλογα του βαθμού έκτασης του digital disruption. Ακόμη, όμως, και έπειτα από την σχετική μείωση, η κερδοφορία τους θα συρρικνωθεί μόλις κατά 8% για τις αμερικανικές και 5% για τις Ιαπωνικές τράπεζες. Όσο για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ευρώπη και στην Αγγλία, τα οποία διαθέτουν 35 δισεκατομμύρια δολάρια ή αλλιώς το 31% των κερδών τους σε ρίσκο, η περαιτέρω εφαρμογή διαδικασίας ψηφιακού μετασχηματισμού μπορεί να περιορίσει -κάτι παραπάνω από πολύ- τα κέρδη τους: Από $110 δισεκατομμύρια που είναι σήμερα, σε $50 δισεκατομμύρια το 2020. Σε ότι αφορά τις τράπεζες των αναδυόμενων χωρών, αυτές αντιμετωπίζουν μια διαφορετική πρόκληση. Κι αυτό, καθώς ο τρόπος με τον οποίο έχουν δομηθεί, τους επιτρέπει να είναι περισσότερο κερδοφόρες σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στις ανεπτυγμένες, όσο και “ώριμες” αγορές. Όσο για την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων (ROE), μπορεί να κινείται πολύ παραπάνω από το 10% του κόστους του κεφαλαίου στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ωστόσο είναι ευάλωτες στον πιστωτικό κύκλο. Έτσι, λοιπόν, χώρες όπως οι Βραζιλία, Κίνα και Ρωσία να έχουν συνολικά $50 δισεκατομμύρια κέρδη σε ρίσκο, με την Κίνα να… συνεισφέρει τα $47 δισεκατομμύρια εξ’ αυτών. Στην περίπτωση, δε, που ένα σενάριο μικρότερου ρυθμού ανάπτυξης λάβει “σάρκα και οστά”, τότε αυτομάτως μπορεί να οδηγήσει σε πρόσθετες πιστωτικές ζημιές της τάξεως των $250 δισεκατομμυρίων. Από αυτά, τα $220 δισεκατομμύρια θα προέρχονται από την Κίνα.

2+1 σημαντικές προκλήσεις
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα του μακροοικονομικού περιβάλλοντος προσφέροντας μια σειρά από κινδύνους, περιορίζοντας το περιθώριο ανόδου. Ο έλεγχος του κόστους στο ρίσκο, στη χρηματοδότηση, τα νομικά και τη συμμόρφωση έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, τελευταία κάνουν την εμφάνισή τους δειλά-δειλά πρόσθετες προτάσεις, λ.χ. Βασιλεία IV, με τις οποίες είναι πιθανό να περιλαμβάνουν αυστηρότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, τη διενέργεια ακόμη πιο πολλών σεναρίων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests), καθώς επίσης και την εισαγωγή καινούριων κατευθυντήριων γραμμών αναφορικά με τη συμπεριφορά και τον κίνδυνο συμμόρφωσης. Στο μεταξύ, η (αυξημένη) πίεση της ψηφιοποίησης, που με τη σειρά της ενισχύει σε δραστικό βαθμό τον ανταγωνισμό, συμπιέζοντας τα περιθώρια, αυξάνεται με σταθερό ρυθμό. Ορισμένες τράπεζες που εδρεύουν στις αναδυόμενες αγορές έχουν καταφέρει να διαχειριστούν την κατάσταση και το περιβάλλον με σχετική επιτυχία, παρέχοντας καινοτόμες mobile υπηρεσίες στους πελάτες τους.

Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Κίνα και την Ινδία, όπου τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χάνουν σταδιακά έδαφος απέναντι σε εταιρείες και οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στον εν γένει χώρο του ψηφιακού εμπορίου και που τελευταία έχουν κάνει… άλματα προς την κατεύθυνση της e-τραπεζικής. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, η ψηφιοποίηση επηρεάζει τις τράπεζες με τρεις βασικούς τρόπους. Κατ’ αρχήν, οι ρυθμιστικές αρχές που ενώ μέχρι πρότινος εμφανίζονταν περισσότερο συντηρητικές σχετικά με την είσοδο μη-καθαρόαιμων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε τραπεζικές υπηρεσίες, πλέον προχωρούν στο σταδιακό “άνοιγμά” τους. Κατά καιρούς, μεγάλες όσο και σημαντικές τεχνολογικές εταιρείες μπορεί να είναι σε θέση να τοποθετηθούν στον “ζωτικό” χώρο μεταξύ των τραπεζών και των πελατών τους, εκμεταλλευόμενες την σχέση που ήδη διαθέτουν, παρουσιάζοντας μια -πραγματική- απειλή. Σε θετικό έδαφος κινούνται μια σειρά από τράπεζες οι οποίες συνεργάζονται με fintech και digital εταιρείες, αξιοποιώντας big data και analytics προκειμένου να εξειδικεύσουν και να μετεξελίξουν την διαδικασία της αξιολόγησης του κινδύνου, “καθοδηγώντας” την αύξηση των εσόδων.

Ένας μετασχηματισμός θεμελιώδους σημασίας
Η αντιμετώπιση των επιμέρους δυσκολιών και προκλήσεων προϋποθέτει πως οι περισσότερες τράπεζες οφείλουν να ξεκινήσουν μια θεμελιώδη διαδικασία μετασχηματισμού και εν γένει μεταμόρφωσης που ξεπερνά τις αμέσως προηγούμενες προσπάθειές τους. Η σχετική διαδικασία θα πρέπει να επικεντρώνεται σε τρία, κύρια, ζητήματα.
Συγκεκριμένα:

Ελαστικότητα. Οι τράπεζες πρέπει να εξασφαλίσουν τη βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητά τους μέσω της λήψης τακτικών μέτρων για την αποκατάσταση των εσόδων, τη μείωση του κόστους, καθώς επίσης και τη βελτίωση της “υγείας” και ευρωστίας ενός ισολογισμού. Θα πρέπει να υπάρξει η σχετική μέριμνα αναφορικά με την προστασία των εσόδων μέσω της αναπροσαρμογής του επιτοκίου και το μεγαλύτερο βαθμό διαμεσολάβησης, τη μείωση του βραχυπρόθεσμου κόστους, τη διαχείριση των κεφαλαίων και του κινδύνου, αλλά και την προστασία των βασικών περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης. Όπως έχει καταδειχθεί σε πλείστες έρευνες, η ψηφιοποίηση αποτελεί μόνο την αρχή της απάντησης σχετικά με το κόστος, καθώς η ριζική μείωση των λειτουργικών δαπανών που απαιτούνται για να αναπροσαρμοστεί ριζικά η διάρθρωση του κόστους.

Ανακατεύθυνση. Ενώ η ανθεκτικότητα συνήθως είναι αμυντική από τη φύση της, κατά τη διαδικασία του αναπροσανατολισμού, οι τράπεζες αλλάζουν σκεπτικό και… βγαίνουν στην επίθεση. Οφείλουν να επαναπροσδιορίσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα που αφορούν τον πελάτη και το νέο ψηφιακό περιβάλλον, προκειμένου να εγκαθιδρύσουν έναν χρηματοπιστωτικό οργανισμό ως μια πλατφόρμα για τα δεδομένα και τα digital analytics και τις σχετικές διαδικασίες. Ταυτόχρονα, με επιθετικό τρόπο επιχειρούν να συνδεθούν με fintechs, παρόχους ψηφιακών πλατφορμών, ακόμη και με άλλες τράπεζες ώστε να διαμοιραστεί το κόστος. Επίσης, πρέπει να εξορθολογίσουν τα λειτουργικά τους μοντέλα και την πληροφοριακή τους δομή προκειμένου να προχωρήσουν στην εφαρμογή και υιοθέτηση μιας προληπτικής ρυθμιστικής στρατηγικής.

Ανανέωση. Δίχως αμφιβολία, κάθε καινούριο επιχειρηματικό μοντέλο που σχεδιάζουν και υλοποιούν οι τράπεζες θα απαιτεί την ύπαρξη και ενεργή εμπλοκή εξοπλισμού και εφαρμογών νέας τεχνολογίας, καθώς επίσης και εξελιγμένες ικανότητες όσο και δεξιότητες διαχείρισης δεδομένων. Κι αυτό, προκειμένου να είναι σε θέση να υποστηρίξουν τον… φρενήρη ρυθμό της καινοτομίας, αλλά και να εκθέσουν το όραμα και τις αξίες κατά μήκος του οργανισμού προκειμένου να προσφέρουν τα απαιτούμενα κίνητρα και υποστήριξη, ενεργοποιώντας και κάνοντας πραγματικότητα το βαθύ μετασχηματισμό.