Η πορεία εξέλιξης των πληροφορικών υποδομών προς την αποδοχή λύσεων hybrid cloud θεωρείται ήδη σίγουρη. Ωστόσο, οι κρίσιμοι παράγοντες που θα καθορίσουν την επιτυχία ενός έργου είναι πολλοί και άρα η αποτυχία είναι αρκετά πιθανή.

Παραμονή Χριστουγέννων γέμισε ο ‘τοπικός αποθηκευτικός’ χώρος που φιλοξενούσε τα video των συμμετεχόντων στο κυνήγι θησαυρού. Ένας μη αναμενόμενος παράγοντας ήταν η μεγάλη συμμετοχή σε σχέση με τις προηγούμενες διοργανώσεις. Ο υπεύθυνος του site, επειδή ακριβώς περίμενε τόσες συμμετοχές, δε σκέφτηκε να ορίσει μια μέγιστη επιτρεπτή ανάλυση video, πάνω από την οποία θα κλείδωνε η δυνατότητα upload. Ευτυχώς, το site λειτουργούσε στο πλαίσιο της ‘ρεζέρβας’ του public storage και έτσι οι συμμετέχοντες χωρίς να το γνωρίζουν, έστελναν τα video τους για αποθήκευση στους δίσκους του παρόχου υπηρεσιών. Το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο άντεξε το φορτίο και έτσι το μόνο πρόβλημα ήταν μια μικρή αύξηση στον αρχικό προϋπολογισμό του έργου.

Αναζητώντας τον καλύτερο συνδυασμό
Το παραπάνω φανταστικό περιστατικό, αναδεικνύει έναν από τους λόγους ύπαρξης των υβριδικών clouds.

Όπως τα υβριδικά αυτοκίνητα, σχεδιάστηκαν για να προσφέρουν στους χρήστες τους τη δυνατότητα να αξιοποιούν παράλληλα διαφορετικές υποδομές ή αντίστοιχα δύο διαφορετικά καύσιμα, προκειμένου να απολαμβάνουν τα περισσότερα οφέλη ανά περίπτωση. Ωστόσο, ενώ με τα αυτοκίνητα τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα, σχετικά με το σχεδιασμό ενός υβριδικού μοντέλου (βενζίνη – αέριο, βενζίνη – ηλεκτρισμός) στο Hybrid Cloud, η βιομηχανία και κυρίως οι προμηθευτές έχουν εντάξει ένα μεγάλο πλήθος διαφορετικών λύσεων, προκειμένου να αξιοποιήσουν την ‘εμπορική αξία’ του νέου όρου. Οπότε, αρκετοί διαφορετικοί παράγοντες είναι δυνατό να χαρακτηρίζουν ένα hybrid cloud, όπως on-premise – off premise, private resourcres – shared resources, type of services, φτιάχνοντας ένα καρτεσιανό γινόμενο, το οποίο σε συνδυασμό με τους στόχους κάθε έργου και τον οικονομικό προϋπολογισμό, θα μπορούσε να δημιουργήσει πονοκέφαλο σε αυτούς που συμμετέχουν στο σχεδιασμό μιας λύσης. Όπως αναφέρεται στο άρθρο “Top 10 Data Centre Industry Trends 2019” του Uptime Institute, “Η μετάβαση σε μια κατάσταση ‘distributed resilliency’ δεν θα είναι ομαλή. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, βρισκόμαστε στο μέσο μιας δύσκολης μετάβασης από την κεντρική διαχείριση data centers σε ένα δίκτυο κατανεμημένων πόρων, όπου λαμβάνει χώρα ένας δυναμικός επαναπροσδιορισμός των πόρων από clouds, microservices και software defined networks. Και κάπως προφητικά ο αρθρογράφος συμπληρώνει

“Τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν ότι η βέλτιστη – αλλά όχι απαραίτητα και η οικονομικότερη επιλογή – είναι ο συνδυασμός ‘site και network level redundancy with distributed IT and resilient architectures using cloud technologies’. Ωστόσο, καθώς οι επιχειρήσεις θα κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, κάποια οδυνηρά περιστατικά θα μας βοηθήσουν να βρούμε λύσεις σε προβλήματα”. Οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι θα έχουν καθοριστικό ρόλο σε αυτή την μετάβαση, καθώς οι SDN υποδομές και οι online πλατφόρμες που θα επιτρέπουν τις VPN διασυνδέσεις, θα δημιουργήσουν τις λεωφόρους, πάνω στις οποίες θα κινηθούν γρήγορα και με ασφάλεια τα δεδομένα. Όπως φαίνεται και από το φανταστικό παράδειγμα στην αρχή του άρθρου, το public storage δε θα ήταν εφικτό να παρέχει τις υπηρεσίες του, αν οι υποδομές του τηλεπικοινωνιακού παρόχου δεν ήταν έτοιμες να υποστηρίξουν την έκτακτη αύξηση του ρυθμού μεταφοράς δεδομένων. Αν φανταστούμε τώρα έναν υπερ-κόμβο από εισερχόμενες και εξερχόμενες διαδρομές – διασυνδέσεις, η κάθε μια εκ των οποίων οδηγεί υπό προϋποθέσεις στο σωστό προορισμό, το ερώτημα που προκύπτει είναι ‘ποιος λαμβάνει την απόφαση για τη διαδρομή που θα ακολουθήσει το κάθε αίτημα’.

Οι πρώτες υπηρεσίες data center management as a service που παρουσιάστηκαν το 2016, έθεσαν τα θεμέλια για αυτό το νέο ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία εδώ και μια δεκαετία έχει ήδη αναλάβει εργασίες στη διαχείριση data centers, όπως τον αυτοματισμό των μονάδων ψύξεως. Το πιθανότερο είναι ότι κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρονιάς, αρκετά από τα τρέχοντα έργα DmaaS θα περάσουν από το στάδιο ‘proof of concept’ σε αυτό του ‘full adoption’.

Καμία ανοχή στην ΑΝ-ασφάλεια
Οι θησαυροί δεδομένων είναι αδύνατο πλέον να φυλαχτούν με έναν ‘Σουσάμι άνοιξε’ μηχανισμό. Ο νέος Αλαντίν ξέρει πολλά κόλπα και μπορεί να ταξιδέψει πολύ γρηγορότερα σε σχέση με τον πρόγονο του. Εκτός αυτών, στόχος του δεν είναι πλέον μόνο οι ‘θησαυροί’. Κρίσιμες εγκαταστάσεις, όπως ενεργειακά και τηλεπικοινωνιακή δίκτυα, συνδεδεμένες στον ψηφιακό ιστό, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο ΑΝ-ασφάλειας. Στα χρόνια που έρχονται, οι ‘zero – trust’ προσεγγίσεις θα πληθαίνουν. Ακόμα και υπηρεσίες εταιρειών του μεγέθους των Amazon, Google και Microsoft δεν θα θεωρούνται απαραβίαστες, ενώ το ‘P’ του VPN θα είναι περισσότερο αμφισβητήσιμο. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ασφάλεια των ψηφιακών συστημάτων ανάγεται σε ένα πλαίσιο ανάλογο των τραπεζικών δανείων. Η αξία της πληροφορίας ή της υποδομής και η οικονομική άνεση της επιχείρησης, είναι οι δύο παράγοντες που θα καθορίζουν αφενός το ανεκτό ρίσκο και αφετέρου τη βέλτιστη λύση ασφάλειας. Αν και οι εταιρείες που προσφέρουν υπηρεσίες και λογισμικά ασφαλείας προσπαθούν να κάνουν πιο εύκολη την κατάποση του χαπιού από τις επιχειρήσεις, στην πράξη αυτό που φαίνεται να συμβαίνει είναι μια σταθερή ή και ελαφρά ανοδική πορεία του κόστους ασφάλειας, με αντάλλαγμα πολύ περισσότερες ‘πιθανότητες’ να περιοριστούν τα αρνητικά αποτελέσματα των επιθέσεων.

60% έως 70% των επενδύσεων θα πάνε σε cloud
Αυτή είναι η πρόβλεψη της IDC μέχρι το 2020, γεγονός που ‘αναγκάζει’ του CIOs να δουν το cloud ως ένα από τα βασικά στοιχεία ανταγωνισμού. Ωστόσο, το ‘πρόβλημα’ που καλούνται να λύσουν, μόνο εύκολες λύσεις δεν έχει. Παράγοντες, όπως η κατανόηση της κλιμάκωσης των λειτουργικών εξόδων (ήδη επιχειρήσεις διαμαρτύρονται για φουσκωμένους λογαριασμούς), η συμμόρφωση με ρυθμιστικά πλαίσια, η ασφάλεια, η συμβατότητα δεδομένων και εφαρμογών μεταξύ διαφορετικών clouds, η διαχείριση των υποδομών και η εφαρμογή μιας πολιτικής φιλικής προς το περιβάλλον, είναι θα λέγαμε οι τίτλοι άρθρων για τα οποία θα μπορούσαν να γραφτούν δεκάδες σελίδες.

Hybrid Cloud the Greek way
Η ελληνική νοοτροπία σε συνδυασμό με το μέγεθος των τοπικών επιχειρήσεων, διαμορφώνουν μια αρκετά διαφορετική εικόνα στην υλοποίηση hybrid clouds. Με μεγάλη ευκολία ο εργαζόμενος μιας ελληνικής επιχείρησης χρησιμοποιεί το google docs ή το dropbox για να κάνει τη δουλειά του, αλλά όταν η χρήση public cloud υπηρεσιών ανάγεται σε στρατηγικό επίπεδο, η κατάσταση είναι διαφορετική. Ένα από τα διεθνή προϊόντα που έχει βάλει την Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη του public cloud είναι το Office 365 της Microsoft.


Τα προηγούμενα χρόνια, στο πλαίσιο της ψηφιοποίησης των λειτουργιών τους, πολλές εταιρείες στράφηκαν στη συγκεκριμένη υπηρεσία, με αποτέλεσμα, παραπάνω από 350.000 χρήστες να την αξιοποιούν ήδη. Τι γίνεται όμως όταν οι ανάγκες σε public cloud υπηρεσίες είναι πιο πολύπλοκες (PaaS, IaaS, AiaaS κ.λπ.); Στους τομείς των τραπεζών, τηλεπικοινωνιών, λιανεμπορίου και δημόσιων οργανισμών, αρκετοί παράγοντες, δημιουργούν ‘εμπόδια’ στην υλοποίηση, με αποτέλεσμα πολλά έργα να αναβάλλονται μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Στις τράπεζες για παράδειγμα, για να ξεκαθαρίσει η κατάσταση θα πρέπει η Τράπεζα της Ελλάδας να αποφασίσει ότι οι cloud υπηρεσίες μπορούν να ενταχθούν στο κουτί εργαλείων των ελληνικών τραπεζών.

Amazon και Google δε δείχνουν να νοιάζονται για την ελληνική αγορά
Από το πιο κοντινό σε εμάς γραφείο, αυτό της Γερμανίας, η Amazon συμμετέχει σε αιτήματα εταιρειών για προσφορές, χωρίς όμως να καίγεται. Δικαιολογημένη μάλλον αυτή η συμπεριφορά, αν θεωρήσουμε ότι η ελληνική αγορά με δυσκολία στο σύνολο της θα μπορούσε να είναι πάνω από το 1% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της Amazon. Ανάλογη είναι η κατάσταση και για τη Google, η οποία αν και έχει παρουσία στην Ελλάδα, ενδιαφέρεται κυρίως για την προώθηση υπηρεσιών που έχουν σχέση με έσοδα από διαφήμιση. Σε αυτό το περιβάλλον, η Microsoft μοιάζει να παίζει σε μονόπρακτο και μέσα στο 2019, αναμένεται να προωθήσει με περισσότερη ένταση πιο ‘δύσκολες’ υπηρεσίες. Η Viva είναι μια από τις εταιρείες που αξιοποιεί ήδη IaaS της Microsoft, οι οποίες προσωρινά, σύμφωνα με πληροφορίες, μετριούνται στα δάχτυλα.

Είναι όμως για αυτήν την κατάσταση υπεύθυνη μόνο η ‘απουσία’ των άλλων προμηθευτών, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η ζύμωση της αγοράς; Εκτιμήσεις CIOs που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά, κάνουν λόγο για το ‘πρόβλημα περιορισμένων επιλογών’, αλλά δε θεωρούν ότι είναι το μόνο. Αν και σε έρευνες που γίνονται κατά καιρούς, η χρήση του cloud ακούγεται ως πρώτο μέλημα, όταν έρθει η ώρα της υλοποίησης γίνεται σαφές ότι η εικόνα του ‘black box’ δεν είναι τόσο απλή όσο θέλουν να την προβάλουν οι προμηθευτές. Αν πρόκειται για ένα web hosting, τότε ναι, ο αγοραστής πατάει μερικά κουμπιά, πληρώνει με την πιστωτική του κάρτα και είναι έτοιμος να ανεβάσει το site του. Όταν όμως πρόκειται για σύνδεση παλαιών και νέων συστημάτων, καθώς επίσης παλαιών και νέων νοοτροπιών, τότε η κατάσταση δυσκολεύει. Αυτός είναι μάλλον και ο βασικός λόγος που η Microsoft προοδεύει στην ελληνική αγορά.

Θα γίνει όλη η Ελλάδα Azure;
Καταρχήν, ένα ερώτημα που χρειάζεται να απαντηθεί πριν από αυτό, είναι αν οι ελληνικές επιχειρήσεις θα ακολουθήσουν τις διεθνείς τάσεις όσον αφορά την αξιοποίηση cloud υπηρεσιών. Προσωρινά, με εξαίρεση το Office 365, δε φαίνεται να υπάρχει αυτή η διάθεση. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Κουρή, Διευθύνωντα Σύμβουλο & ΙΤ Consultant της Office Line, αρκετές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και τραπεζικοί οργανισμοί, έχουν βάλει στα σχέδια τους την υλοποίηση πιο πολύπλοκων έργων στο cloud μέσα στο 2019. Θα τραβήξουν άραγε οι προθέσεις τους τη ματιά των δύο άλλων προμηθευτών και της Oracle, η οποία επίσης έχει πολυετή παρουσία στην ελληνική αγορά; Οι πιθανότητες όσον αφορά Amazon και Google είναι μικρές. Ίσως σε κάποιο έργο μεμονωμένα να υπάρξουν προσφορές από τις δύο εταιρείες, αλλά με υποστήριξη από μηχανικούς που θα βρίσκονται μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ελληνική νοοτροπία, η οποία ακόμα θέλει το μηχανικό δίπλα στην πόρτα της εταιρείας, ίσως να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα, εκτός και αν η διαφορά τιμής είναι μεγάλη, το οποίο είναι επίσης απίθανο, καθώς ένα από τα μέσα που έχει χρησιμοποιήσει η Microsoft για να πάρει μερίδιο αγοράς είναι οι σούπερ ανταγωνιστικές τιμές. Η Oracle, με το Second Generation Cloud, θα μπορούσε ίσως να παίξει πιο δυναμικά, κερδίζοντας μερίδιο σε μια τοπική αγορά, στην οποία έτσι και αλλιώς έχει φυσική παρουσία. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την περίπτωση, εκτός από την ποιότητα των υπηρεσιών και τις τιμές, θα παίξει και η γνώση των integrators που γνωρίζουν τα προϊόντα της. Όπως έχει επανειλημμένα αναφέρει ο Larry Elisson στο παρελθόν και το υπενθύμισε στους παρευρισκόμενους του Oracle OpenWorld 2018, η αχίλλειος πτέρνα της Amazon, είναι η έλλειψη εμπειρίας στην υλοποίηση enterprise – database στο cloud. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, επιδόσεις και τιμές γέρνουν ξεκάθαρα τη ζυγαριά υπέρ της Oracle, η οποία φαίνεται να θεωρεί περισσότερο επικίνδυνο ανταγωνιστή τη Microsoft, η οποία το 2018 κατάφερε να ξεπεράσει σε έσοδα την Amazon, σπάζοντας το φράγμα των 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η IBM παίρνει φόρα
Στην τρίτη θέση όσον αφορά κύκλο εργασιών από υπηρεσίες cloud, αλλά με τα μισά έσοδα σε σχέση με Microsoft και Amazon, η IBM έχει ακόμα να διανύσει αρκετό δρόμο. Όπως δείχνουν τα νούμερα, το κάνει γρήγορα. Ο ρυθμός ανάπτυξης των cloud υπηρεσιών ήταν στο 50% για το 2018, ενώ η Amazon έτρεξε με 15%, η Microsoft με 35% και η Google με 26%.

Το δυνατό χαρτί της IBM είναι οι επενδύσεις που έχει κάνει σε τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης. Ωστόσο, οι υπόλοιπες εταιρείες κάνουν την αντεπίθεση τους σε αυτόν τον τομέα. H Amazon αναπτύσσει πολλές νέες υπηρεσίες για τους χρήστες των cloud υπηρεσιών, η Oracle χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων την τεχνητή νοημοσύνη για αυτοϊαση του cloud, η Microsoft έχει εστιάσει στην αξιοποίηση τεχνολογιών AI και ΙοΤ και η Google κατάφερε να προσελκύσει 10.000 πελάτες σε λιγότερο από 5 εβδομάδες στην υπηρεσία AutoML, όπου ML τα αρχικά των λέξεων machine learning.

Ποιος νοιάζεται τελικά;
Επιστρέφοντας στο αρχικό μας στίγμα, ο ‘πόλεμος’ του cloud θα έχει μόνο ‘τηλεοπτικό’ ενδιαφέρον για τους CIOs στην Ελλάδα, αφενός αν δεν αποφασίσουν να εμπλακούν και αφετέρου αν οι ‘μαχόμενοι’ αγνοήσουν τη χώρα. Η εικόνα σε αυτήν τη φάση δεν είναι αισιόδοξη. Οι διεθνείς εταιρείες πληροφορικής προτιμούν να φεύγουν παρά να μένουν στην Ελλάδα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτό είναι μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για τις ‘μικρομεσαίες’, σε σχέση με τα διεθνή μεγέθη, ελληνικές εταιρείες. Ωστόσο, οι επενδύσεις σε ‘σοβαρές’ cloud υποδομές για παροχή μιας πλήρους γκάμας υπηρεσιών είναι τεράστιες και μάλλον αδύνατο να γίνουν στην Ελλάδα. Οι αισιόδοξοι θεωρούν ότι η εικόνα θα αλλάξει το 2019. Δε χάνουμε κάτι να τους πιστέψουμε.