Η… επέλαση του Internet of Things (IoT) μπορεί να βρίσκεται στα αρχικά του στάδια, εντούτοις όμως αυτό ήδη “γεννά” συζητήσεις στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών παρόχων και δη σε ότι έχει να κάνει με την τύχη των παρελθόντων (2 και 3G) υφιστάμενων (4G) και μελλοντικών (5G) δικτύων. Το ερώτημα έχει να κάνει με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα καθενός ξεχωριστά προκειμένου να “επιβιώσουν” στο δυναμικά εξελισσόμενο και διαμορφούμενο IoT περιβάλλον.

Οι κυψελοειδείς επικοινωνίες έχουν υπάρξει κάτι παραπάνω από καθοριστικές για το Internet of Things (IoT) από την εποχή κιόλας του 2G, όταν αποτέλεσε τον “συνεκτικό ιστό” μεταξύ διαφόρων μηχανών και της μεταξύ τους επικοινωνίας (M2M) πριν από δύο δεκαετίες. Εάν αναρωτιέστε, τι συμβαίνει σήμερα, η κατάσταση παραμένει -λίγο έως πολύ- αμετάβλητη: Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που διενήργησε η εταιρεία Beecham Research, οι κυψελοειδείς IoT συνδέσεις προσέγγισαν τις 261 εκατομμύρια στα τέλη του 2015, ενώ προβλέπεται πως μέχρι το 2021 το συγκεκριμένο μέγεθος αναμένεται να ανέλθει στα επίπεδα των 1.22 δισεκατομμυρίων! Επιπροσθέτως, η αναδυόμενη τεχνολογία “αγωνίζεται” σκληρά προκειμένου να καταλάβει τον χώρο που της πρέπει και αρμόζει στο μέλλον του IoT. Όσο για τις εναλλακτικές λύσεις απέναντι στις κυψελοειδείς επικοινωνίες, όπως λ.χ. τα χαμηλής ενέργειας Wide Area Networks (LPWAN) που προωθούν η Γαλλική SigFox, η οποία “κτίζει” ασύρματα δίκτυα που με τη σειρά τους συνδέουν αντικείμενα και συσκευές χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας (π.χ. μετρητές ενέργειας, “έξυπνα” ρολόγια, πλυντήρια κ.ά.) απαιτούν να βρίσκονται σε διαρκή λειτουργία και ταυτόχρονα εκπέμπουν χαμηλά επίπεδα δεδομένων.

Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι τα σταθμίζουν ως αξιόπιστες εναλλακτικές που δύναται να προσφέρουν απάντηση και λύσεις επί του πρακτέου σε ορισμένα ζητήματα κάλυψης και εμβέλειας που σχετίζονται με τις 2, 3 και 4G συνδέσεις.

Παράγοντες της αγοράς υποστηρίζουν πως αυτού του είδους οι τεχνολογίες μπορούν να αποδειχτούν μια εξαιρετικά αξιόπιστη λύση για τις συσκευές IoT με απαιτήσεις χαμηλότερων δεδομένων, όπως λ.χ. οι “έξυπνοι” μετρητές, τα πάσης φύσεως έπιπλα (π.χ. παγκάκια, καθίσματα) που βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους, αλλά και οι “έξυπνοι” κάδοι απορριμμάτων.

Δίχως αμφιβολία, τα φορητά δίκτυα αποτελούν “κλειδί” για ποικίλες εφαρμογές IoT, όπως λ.χ. τα wearables, τα διασυνδεδεμένα οχήματα, αλλά και οι βιομηχανικές εφαρμογές (διαχείριση στόλου αυτοκινήτων, παρακολούθηση και καταγραφή εξέλιξης της υγείας).

Σταθερότητα, συνέχεια και αξιοπιστία
Ανάμεσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα των κυψελοειδών επικοινωνιών βρίσκονται οι σχετικά σταθερές, συνεχείς όσο και αξιόπιστες επιλογές συνδεσιμότητας για μεταφερόμενες συσκευές IoT, όπως λ.χ. οχήματα μαζικής μεταφοράς. Η ίδια τεχνολογία χρησιμοποιείται επίσης στον τομέα των υποδομών, όπως λ.χ. οι “έξυπνες” πόλεις που συμπεριλαμβάνουν δικτυακά συνδεδεμένα φώτα στους δρόμους. Κρίνεται δε, χρήσιμη εντός των δομών του IoT καθώς το δίκτυο ήδη εξασφαλίζει κάτι παραπάνω από ικανοποιητική κάλυψη, ενώ και η δυνατότητα παγκόσμιας παρουσίας δεν είναι κάτι που προσπερνάται εύκολα, καθώς -μεταξύ άλλων- διευκολύνει τις εταιρείες στην υλοποίηση μιας μακρόπνοης στρατηγικής σε σημαντικό βάθος χρόνου. Ένα ακόμη πλεονέκτημα είναι και το γεγονός ότι επιτρέπει στο IoT να εγκατασταθεί σε εφαρμογές με εξαιρετικά μικρό bandwidth, ενώ στις αδυναμίες του συγκαταλέγονται το κόστος και η ακτίνα δράσης εν συγκρίσει με το LPWANs και σε ορισμένες περιπτώσεις η διάρκεια ζωής της μπαταρίας.

Συμπερασματικά, η φορητή τεχνολογία μπορεί να αποδειχτεί ακριβή για μια σειρά από εφαρμογές IoT, όπως λ.χ. ο “έξυπνος” φωτισμός στον δρόμο, ενώ η μειωμένη περιοχή κάλυψης σε σχέση με το LPWAN γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανής σε απαιτητικούς χώρους, όπως λ.χ. εντός κτιρίων ή σε υπόγειους χώρους. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα από τα κύρια ζητήματα που σχετίζεται με την κυψελοειδή κάλυψη έχει να κάνει με το που βρίσκονται τοποθετημένες οι “έξυπνες” συσκευές. Όταν, για παράδειγμα βρίσκονται σε υπόγεια ή χώρους που απαιτούν ιδιαίτερη προσπάθεια προκειμένου κάποιος να αποκτήσει πρόσβαση είτε καλυμμένες από πυκνές τσιμεντένιες επιφάνειες τότε αναμφίβολα η ισχύς του σήματος αποδεικνύεται από αδύναμη έως ανύπαρκτη.

Τοπίο υπό διαμόρφωση
Τα επερχόμενα standards στον τομέα της κυψελοειδούς τεχνολογίας είναι κάτι παραπάνω από πιθανό να αντιμετωπίσουν αυτού του είδους τα ζητήματα. Για παράδειγμα, το LTE-M και το περιορισμένου εύρους narrowband IoT (NB-IoT) όπως περιγράφονται από το 3GPP, το 3ης γενιάς Generation Partnership Project (3GPP) που ενοποιεί συνολικά επτά τηλεπικοινωνιακούς φορείς και οργανισμούς ανάπτυξης προτύπων (ARIB, ATIS, CCSA, ETSI, TSDSI, TTA και TTC), αποσκοπούν στην διασφάλιση πως το κυψελοειδές IoT παραμένει μια οικονομικά αποδοτική όσο και αποτελεσματική λύση. Το LTE-M βελτιώνει το βασικό 4G μέσω της μείωσης του κόστους, με την ταυτόχρονη επέκταση του χρόνου ζωής της μπαταρίας μέχρι και 10 έτη λειτουργίας, βελτιώνοντας την παρεχόμενη κάλυψη σε υπόγειους χώρους είτε εντός κτιριακών υποδομών. Αποτέλεσμα; Η κυψελοειδής τεχνολογία να αποτελεί την πλέον αποδοτική επιλογή. Επιπροσθέτως, το GSM Evolution (GSM EDGE) αποσκοπεί στην παράταση της ζωής και την βελτίωση της αξίας των υφιστάμενων 2G εγκαταστάσεων. Ως εκ τούτου, ενόσω οι κυψελοειδείς λύσεις IoT συνεχίζουν να προκύπτουν, οι αναλυτές εκτιμούν πως η τεχνολογία θα συνεχίσει να αποτελεί μέρος του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού των εφαρμογών κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας.

Έχοντας αυτό κατά νου, όσες επιχειρήσεις έχουν ήδη εφαρμόσει κυψελοειδείς εγκαταστάσεις λ.χ. στον βιομηχανικό κλάδο προχωρούν σε αναβάθμιση σε 3G και 4G τεχνολογία. Επιπροσθέτως, αναμένεται να υπάρξουν περαιτέρω εξελίξεις τα επόμενα χρόνια, όταν και τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας θα εξελιχθούν ώστε να συμπεριλάβουν και το 5G. Κάτι, που αναμένεται να ωφελήσει τις υπάρχουσες “σταθερές” IoT υλοποιήσεις, που με τη σειρά τους θα αρχίσουν να ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες που “τρέχουν” σε 4 και 5G. Προσέγγιση, η οποία βελτιώνει τις λειτουργίες της συνδεσιμότητας και της κάλυψης, ενώ την ίδια στιγμή καθιστά τις εν λόγω εγκαταστάσεις να είναι περισσότερο αποδοτικές.


Με την εισαγωγή του 5G, η χωρητικότητα των συσκευών και το στοιχείο του latency αναμένεται αυτομάτως να αποτελέσουν διαφοροποιητικό στοιχείο. Μπορεί το αξιόπιστο 4G να είχε τη δυνατότητα της εύκολης διαχείρισης της υφιστάμενης ζήτησης για το IoT, ωστόσο καθώς αυτή θα ενισχύεται σταδιακά η αναγκαιότητα για το 5G θα καταστεί εκ των πραγμάτων εμφανής. Στοιχείο κρίσιμης σημασίας για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της καινοτομίας στην επιχειρηματική αγορά σε διεθνές επίπεδο. Όσο για το LTE, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο καθώς αναμένεται να αποτελέσει σημαντικό τμήμα του 5G, το οποίο οι αναλυτές αντιμετωπίζουν ως ένα concept της μορφής του “δικτύου των δικτύων”. Αναμένεται δε, να βασιστεί στο LTE ή το Wi-Fi και θα “συνδυάσει δημιουργικά” το σύνολο των υφιστάμενων χαρακτηριστικών. Ένα ακόμη πλεονέκτημα που διασφαλίζει η παρουσία του 5G είναι η ικανότητά του να δημιουργεί μεμονωμένα όσο και ξεχωριστά “κομμάτια” για την χρήση και αξιοποίηση από ποικίλες υπηρεσίες και εφαρμογές. Στο IoT περιβάλλον και πραγματικότητα, η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα μπορεί να επιτρέψει στους παρόχους φορητών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να προσφέρουν -με τη δική τους σειρά- λ.χ. στους κατασκευαστές wearables ή συνδεδεμένων οχημάτων το δικό τους “κομμάτι”.

Πόσο χρόνο ζωής έχουν τα 2, 3 και 4G;
Σε -εντελώς- φιλοσοφικό όσο και θεωρητικό επίπεδο κάθε μορφή κυψελοειδούς τεχνολογίας δύναται και αναμένεται να διαρκεί επί μια δεκαετία. Παρόλα αυτά, στην περίπτωση κατά την οποία το 2G είχε ήδη ακολουθήσει τη συγκεκριμένη λογική και πρακτική, τότε θα θεωρούταν ήδη ως ξεπερασμένη! Μπορεί στις ΗΠΑ πριν από μερικές εβδομάδες ορισμένοι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι (λ.χ. AT&T) έθεσαν εκτός λειτουργίας τα δίκτυα 2G, εντούτοις όμως στην Ευρώπη η εν λόγω τεχνολογία αναμένεται να έχει διάρκεια ζωής για λίγο καιρό ακόμη.

Το εντυπωσιακό στοιχείο που κάνει δειλά, αλλά σταθερά την εμφάνισή του στους κόλπους των αναλυτών και των παρόχων είναι το γεγονός ότι το 3G αναμένεται να τεθεί εκτός λειτουργίας πολύ νωρίτερα εν συγκρίσει με τα άλλα δίκτυα. Όπως επισημαίνεται, η εξέλιξη από το φάσμα του 3G σε αυτό του 4G θα συνεχιστεί ακολουθώντας την αυξητική πορεία της συνολικότερης κίνησης των δεδομένων, κάτι που στην πορεία θα οδηγήσει σε σταδιακή μείωση της χρήσης του 3G. Όπως γίνεται αντιληπτό, κάθε χώρα και πάροχος αναμένεται να ακολουθήσει ένα προσωποποιημένο χρονικό πρόγραμμα που θα βασίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και απαιτήσεις κάθε αγοράς ξεχωριστά σε ότι αφορά την παντελή εγκατάλειψη των 2 και 3G. Κάτι, που αναμένεται να λάβει έντονα χώρα τα επόμενα 5 με 8 χρόνια. Βέβαια, αυτό δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί παντού και στο προαναφερθέν χρονικό πλαίσιο, καθώς υπάρχουν ακόμη αρκετές ικανές περιπτώσεις και σενάρια στα 2 και 3G, αλλά και αξιόλογες συνδρομητικές βάσεις που εμφανίζουν σημαντικά δείγματα ανθεκτικότητας. Σύμφωνα με τους αναλυτές της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο βασικοί “οδηγοί” προκειμένου να οδηγηθούν εκτός λειτουργίας τα δίκτυα 2 και 3G: Πρόκειται για το κόστος και την ευκαιρία ανακατανομής του απαιτούμενου φάσματος για την υποστήριξη των δικτύων και της συνδεσιμότητας 4 και 5G. Οι ίδιοι θεωρούν πως υπό αυτό το πρίσμα, το 4G αναμένεται να εξακολουθήσει να αποτελεί την πλέον αποδοτική όσο και αποτελεσματική κυψελοειδή τεχνολογία. Θεωρείται δε ως αρκούντως αξιόπιστο, ταχύτατο, ενώ μετεξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, ενώ αναμένεται πως θα διαθέτει σαφώς περισσότερους συνδρομητές εν συγκρίσει με τα 2G και 3G μέχρι το 2018. Κι αυτό, σε ελάχιστο -σχετικά- χρονικό διάστημα από την εμφάνισή του στην αγορά.

Όπως εκτιμούν στελέχη της αγοράς, το 4G αναμένεται να παίξει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο να προετοιμάσει το έδαφος για τον ερχομό και την αξιοποίηση του 5G, όταν το τελευταίο θα ξεκινήσει να διατίθεται εμπορικά. Πρόκειται δε, για καθοριστικό στοιχείο της ανάπτυξης και υιοθέτησης ενός δικτύου 5ης γενιάς και ταυτόχρονα πολύ διαφορετικό σε σχέση με την προηγούμενη μεταφορά από το 3 στο 4G.

Πως διαμορφώνεται το μέλλον;
Καθώς αποτελεί κοινό τόπο πως το Internet of Things θα συνεχίσει την εντυπωσιακά ανοδική του πορεία στο κοντινό μέλλον, οι κυψελοειδείς επικοινωνίες αναμένεται να παραμείνουν ως η επικρατούσα τεχνολογία πάνω στην οποία θα στηρίζεται οποιαδήποτε συσκευή βρίσκεται εν κινήσει. Σε αυτές, περιλαμβάνονται από drones και οχήματα μέχρι τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Μάλιστα, εκτιμάται πως το κυψελοειδές IoT θα κάνει δυναμικά την εμφάνισή του στους καθετοποιημένους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, των μεταφορών και της ενέργειας. Οι αναλυτές αναμένουν πως σε δεύτερη φάση αναμένεται να διεισδύσει και στην αγορά των μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών, καθώς θα είναι σε θέση να αξιοποιείται για την δημιουργία ενός αποτελεσματικότερου, περισσότερο ευφυούς όσο και καλύτερα συνδεδεμένου εργατικού δυναμικού. Με το πέρασμα του χρόνου, οι κυψελοειδείς επικοινωνίες θα αυξάνουν ολοένα και περισσότερο τον ρόλο τους σε εφαρμογές που θα απευθύνονται πρωτίστως στους τελικούς χρήστες και τους μεμονωμένους καταναλωτές και θα αφορούν σε τομείς υγείας, wearables κ.ά. Παρόλα αυτά, άλλες τεχνολογίες θα εξακολουθήσουν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να τοποθετηθούν στο ευρύτερο IoT πεδίο. Σήμερα, δεν υπάρχει κάποια βιώσιμη εναλλακτική λύση, κάτι που σημαίνει πως οι κυψελοειδείς επικοινωνίες θα πρωταγωνιστούν σε επίπεδο συνδεσιμότητας και δη σε αρκετούς καθετοποιημένους τομείς.

Για παράδειγμα, το LPWA δεν είναι ικανό από μόνο του να παρέχει το bandwidth ή ακόμη και την φορητότητα που απαιτείται για τη συγκεκριμένη τεχνολογία. Το επιθυμητό επίπεδο data throughput αναμένεται να αποτελέσει σημαντικό “πονοκέφαλο” για οτιδήποτε άλλο πέρα από την κυψελοειδή τεχνολογία. Ακόμη και σε μεγάλες LPWAN εγκαταστάσεις, η τελευταία αναμένεται να κυριαρχήσει στο συγκεκριμένο πεδίο αποτελώντας την πύλη εισόδου στο διαδίκτυο για το data backhaul. Παρόλα αυτά, η εταιρεία Beecham Research αμφισβητεί την πιθανότητα πως τα χαμηλού επίπεδου δεδομένων IoT θα κυριαρχείται σταδιακά από λύσεις LPWA, εκτιμώντας πως θα συνεισφέρουν στην διάβρωση των συνδέσεων 2G IoT. Στο μεταξύ, όπως ισχυρίζονται οι αναλυτές, οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι αναμένεται να ωθήσουν τα πράγματα προς την κατεύθυνση των 3G, 4G και σταδιακά προς το 5G ώστε να αναπτύξουν και υποστηρίξουν περισσότερο ευαίσθητες και προηγμένες σε δεδομένα εφαρμογές. Την ίδια στιγμή, η ίδια εταιρεία προβλέπει την ανάπτυξη πολλαπλών τύπων συνδέσεων που ήδη χρησιμοποιούνται για πανομοιότυπες, ακόμη και ίδιες, εφαρμογές. Έχοντας να δώσουν πειστική “απάντηση” στην σύνδεση με το IoT, είναι πολύ πιθανό το σύνολο των τεχνολογιών να πρέπει να συνεργαστούν. Σε βάθος χρόνου, αυτό θα οδηγήσει στο “πάντρεμα” του 5G με άλλες κυψελοειδείς τεχνολογίες -πιθανόν και ανταγωνιστικά δίκτυα- προς την κατεύθυνση το IoT να ενισχύσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα, την “ευφυϊα”, τη δυναμική και την αξιοπιστία του. Καθώς οι υποδομές IoT αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της ερχόμενης δεκαετίας, είναι πιθανό το 5G να συνδυαστεί με το LPWAN. Για παράδειγμα, μπορεί μια συσκευή 5G να λειτουργήσει ως gateway προς το internet για εκατοντάδες συσκευές LPWAN που βρίσκονται διασκορπισμένες σε έναν μεγάλο χώρο, όπως λ.χ. επιχειρηματικές ή πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις. Μόνο εντύπωση δεν θα πρέπει να προκαλεί το γεγονός εάν στο κοντινό μέλλον κάθε συσκευή IoT θα είναι σε θέση να επιλέγει δυναμικά από μια ευρεία γκάμα μηχανισμών. Κάτι, που μπορεί να αποδειχτεί σημαντική πρόκληση και “πονοκέφαλος” για τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους. Κι αυτό, καθώς θα δουν σημαντικά μεγέθη δεδομένων να κινούνται κατά μήκος περισσοτέρων του ενός δικτύων και να μην βρίσκονται “κλειδωμένα” σε έναν και μόνο πάροχο. Συμπερασματικά, καθώς τα περιθώρια κέρδους βρίσκονται υπό διαρκή όσο και αυξανόμενη πίεση, η πρόκληση για τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους (και όχι μόνο) να έχουν υπό την “κατοχή” τους τον πελάτη, εξακολουθεί να τους μαστίζει και προβληματίζει. Το 5G και η επιτακτικότητα των ανταγωνιστικών δικτύων στο IoT αναμένεται να επανεξετάσει την περαιτέρω επιβολή τους.