Με γρηγορότερα σε σχέση με το παρελθόν βήματα, η ψηφιακή διακυβέρνηση γίνεται κομμάτι της καθημερινότητας μας. Ωστόσο, το πέρασμα στη ψηφιακή εποχή ενέχει προβληματισμούς που δε λύνονται στο πλαίσιο ενός απογευματινού καφέ.

Το 2016, βρέθηκα στην Εσθονία, για μια περιήγηση σε μερικά από τα ερευνητικά της κέντρα, όπου, όπως μας είπαν οι οικοδεσπότες, στόχος ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας να είναι καταρχήν εναρμονισμένα με τις εσωτερικές ανάγκες της χώρας.

Τυχαία την ίδια εβδομάδα που βρισκόμουν εκεί, λάμβανε χώρα το Esthonia ICT Week, στο πλαίσιο του οποίου είχα μια συζήτηση με τον Kristjan Vassil, έναν από τους συμμετέχοντες του έργο που σήμερα πολλές χώρες του κόσμου, αναγνωρίζουν ως πρότυπο στον τομέα της ψηφιακής διακυβέρνησης. Στο πλαίσιο της συνέντευξης (http://www.netweek.gr/default.asp?pid=9&la=1&cID=6&arId=32702), ο Kristjan είπε μεταξύ άλλων ότι μερικά χρόνια πριν, μια αντιπροσωπεία Εσθονών είχε επισκεφθεί την Ελλάδα για να προτείνει στην Ελληνική κυβέρνηση τη μεταφορά τεχνογνωσίας, αλλά η νοοτροπία των κυβερνώντων δεν ήταν έτοιμη για να αποδεχτεί κάποιες θεμελιώδεις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν. Δύο χρόνια αργότερα κάτι φαίνεται να έχει αλλάξει όσον αφορά τη νοοτροπία ή ίσως είναι σύμπτωση το γεγονός ότι σε διάστημα μικρότερο των 2 μηνών, δύο Εσθονοί πρόεδροι επισκέφθηκαν την Ελλάδα. Αρχικά, η πρόεδρος της Εσθονίας βρέθηκε στην Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση του προέδρου της Δημοκρατίας (http://www.kathimerini.gr/965147/article/proswpa/synentey3eis/h-es8onh-proedros-sthn-k-empistosynh-ston-yhfiako-kosmo) και στη συνέχεια στο πλαίσιο του Microsoft Summit, o πρώην πρόεδρος της Εσθονίας (Toomas Hendrik Ilves) επισκέφθηκε επίσης την Ελλάδα. Κοινός παρανομαστής και στις δύο περιπτώσεις, η προβολή του ψηφιακού θαύματος της Εσθονίας και η διάθεση της χώρας να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση της. Παράλληλα, στην Ελλάδα αυτήν την περίοδο, εξελίσσεται ένα σημαντικό έργο ψηφιακής διακυβέρνησης, το οποίο δεν έχει τραβήξει αρκετά τα φώτα της δημοσιότητας. Πρόκειται για το G-Cloud, μέσω του οποίου η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και η Κοινωνία της Πληροφορίας σκοπεύουν να ενοποιήσουν ψηφιακές υπηρεσίες και να τις διαθέσουν μέσω μιας μοναδικής ταυτότητας πρόσβασης. Στην Εσθονία αυτό συμβαίνει ήδη, αφορά περίπου 2.000 υπηρεσίες, οι οποίες είναι διαθέσιμες στους φυσικούς και ψηφιακούς πολίτες της χώρας και πέρα από την βελτίωση της εξυπηρέτησης έχει συμβάλει και στη μείωση του λειτουργικού κόστους της κυβέρνησης, σχεδόν κατά 2% του ΑΕΠ.

Οι ψηφιακές υποδομές, στις οποίες βασίζεται το έργο, είναι εξαιρετικής σημασίας, δεδομένου ότι η πρόσβαση θα πρέπει να είναι αδιάλειπτη, αλλά κυρίως τα προσωπικά δεδομένα να είναι διασφαλισμένα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δεδομένου ότι μια παραβίαση ανοίγει την πόρτα σε πληροφορίες, οι οποίες στην κυριολεξία θα μπορούν να απεικονίσουν με μεγάλη ακρίβεια έναν πολίτη ή μια επιχείρηση. Τόσο το hardware, αλλά κυρίως το software θα πρέπει να είναι διάφανα για τους μηχανικούς υλοποίησης του έργου, δεδομένου ότι κάθε “άγνωστη” πόρτα, θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο σε ιδιώτες, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις που διψούν για πληροφορίες μεγάλης αξίας.

Το ερώτημα λοιπόν που θα μας απασχολήσει το ερχόμενο διάστημα, είναι η αξιολόγηση των προμηθευτών που θα συμμετέχουν στο έργο. Στην αγορά είναι διαθέσιμες οι προτάσεις του εμπορικού λογισμικού και του ανοιχτού λογισμικού, οι οποίες θεωρητικά είναι δυνατό να συνεργαστούν για την υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης λύσης. Επίσης, υπάρχουν οι επιλογές των δημόσιων και ιδιωτικών cloud, οι οποίες επίσης μπορούν να συνδυαστούν. Προσωρινά, το G-Cloud βρίσκεται σε ιδιωτικό cloud, αλλά είναι άγνωστο αν η αύξηση του μεγέθους του θα συνεχίσει να κάνει αυτήν την επιλογή συμφέρουσα.

Μια ακόμα τάση που θα επηρεάσει το μέλλον, όχι μόνο του G-Cloud, αλλά και άλλων παγκόσμιων κυβερνητικών έργων ψηφιοποίησης, είναι οι γλυκές ματιές των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας προς το ανοιχτό λογισμικό, το οποίο πριν λίγα χρόνια ήταν το αντιδραστικό παιδί που έπαιζε μόνο στη γωνιά του, αλλά πριν από μερικές μέρες ανάγκασε τη Microsoft να πληρώσει σχεδόν 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια για να βρεθεί κοντά του, εξαγοράζοντας την αγαπημένη του πλατφόρμα “παιχνιδιού”.

Τέλος, σε όλη αυτήν την αναστάτωση, έρχεται να προστεθεί και η εκθετική εξέλιξη των τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης, οι οποίες επιτρέπουν την επεξεργασία ασύλληπτης ποσότητας πληροφοριών σε αντιστρόφως ανάλογο χρόνο, όχι όμως πάντα με εύστοχες προβλέψεις.

Το μείγμα που προκύπτει δεν είναι αρκετά ενθαρρυντικό για αυτό που κάπου στις αρχές του 1700, μάθαμε να ορίζουμε ως προσωπική ζωή. Και είναι σίγουρο ότι σε τόσο δύσκολες αποφάσεις 300 άνθρωποι είναι δύσκολο να φέρουν σε πέρας ένα έργο, το οποίο θα έπρεπε να υλοποιηθεί από 10 εκατομμύρια ανθρώπους.