Ένα από τα highlights του 4ου Microsoft Summit, που διεξάχθηκε την Τρίτη 14 Μαϊου στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, είναι αναμφισβήτητα η μελέτη την οποία πραγματοποίησε η Accenture - με τη συνεργασία της Microsoft- και δίνεται σήμερα στη δημοσιότητα (www.accenture.com/gr-en/insights/digital/greece-an-ai-future), με αντικείμενο την τεχνητή νοημοσύνη στην Ελλάδα.

Ο λόγος είναι πως από τα αποτελέσματά της αναδεικνύεται ένα ελληνικό παράδοξο, το οποίο θα μπορούσε να συνοψισθεί σε τρεις λέξεις: «ναι μεν, αλλά…» Συγκεκριμένα, οι πολίτες, οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί, ενώ είναι σε μεγάλο ποσοστό θετικά διακείμενοι προς την τεχνητή νοημοσύνη και αισιόδοξοι για τη χρησιμότητά της σε πολλά πεδία, θεωρώντας ότι μπορεί να βελτιώσει την καθημερινότητά μας, από την άλλη διατηρούν τις επιφυλάξεις τους.

Αυτή η διστακτικότητα, όμως, κοστίζει στη χώρα, καθώς από την ανάλυση της Accenture φαίνεται ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης για την Ελλάδα, καθώς διαπιστώνεται ότι έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σωρευτικά σε άνοδο του ΑΕΠ κατά 195 δισ. δολάρια, στα επόμενα 15 χρόνια (2020 – 2035). Σύμφωνα με την έρευνα, η προοπτική ενός μέλλοντος με κεντρικό άξονα το ΑΙ συναρπάζει τους Έλληνες, αλλά ταυτόχρονα τους προβληματίζει.

Οι πολίτες έχουν καλή αντίληψη για το AI, με ποσοστό 65% να συσχετίζει τον όρο με εφαρμογές (όπως chatbots, digital assistants και ρομπότ), ενώ μόλις 2% του πληθυσμού δηλώνει άγνοια. Ένας στους δύο ερωτηθέντες (56%) ενστερνίζεται την άποψη ότι το ΑΙ θα φέρει σημαντικά οφέλη στην κοινωνία, ενώ μεγάλο ποσοστό αναγνωρίζει τα προφανή οφέλη, σε κλάδους όπως η ιατρική και οι επιστήμες.

Από την άλλη, ο φόβος του αγνώστου και η αβεβαιότητα που αυτό συνεπάγεται, κάνουν τους Έλληνες να αισθάνονται μπερδεμένοι και προβληματισμένοι. Έτσι, ενώ θα εμπιστευόντουσαν τις τεχνολογίες ΑΙ για εφαρμογές Οικιακής Κατανάλωσης Ενέργειας (84%), Οικιακής Ασφάλειας (84%) και Παρακολούθησης της Υγείας (69%), παραμένουν δύσπιστοι σ΄ ό,τι αφορά σε εφαρμογές για τη Διαχείριση Οικονομικών (58%), την Ασφάλεια των Παιδιών (58%) και την Αυτόνομη Οδήγηση (57%). Μάλιστα, ποσοστό 64% δηλώνει ότι δε θα εμπιστεύονταν πλήρως τις τεχνολογίες ΑΙ, χωρίς τη δυνατότητα ελέγχου και παρέμβασης από ανθρώπους.

«Καταλύτης αλλαγής» για τις επιχειρήσεις…
Ανάλογη είναι η αντιμετώπιση από ηγετικά στελέχη επιχειρήσεων στην Ελλάδα τα οποία, ενώ αναγνωρίζουν τη δυναμική της τεχνητής νοημοσύνης, διστάζουν να επενδύσουν συστηματικά. Έτσι, το 85% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η τεχνητή νοημοσύνη παρουσιάζει τεράστιες ευκαιρίες στην ανάπτυξη νέων προϊόντων, υπηρεσιών και επιχειρηματικών ιδεών, 73% προβλέπουν ότι το ΑΙ θα αλλάξει τη φύση του ανταγωνισμού την επόμενη τριετία και περίπου ίδιο ποσοστό (71%) φοβάται ότι, αν η εταιρεία τους δεν αξιοποιήσει συστηματικά τις δυνατότητες του ΑΙ, θα βρεθεί με ισχυρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα.

Παρότι, οι επιχειρήσεις τη θεωρούν «καταλύτη αλλαγής», διστάζουν να επενδύσουν σήμερα στην τεχνητή νοημοσύνη, με το 54% των στελεχών να πιστεύει ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς… Μόλις 3% των επιχειρήσεων έχουν υλοποιήσει ολοκληρωμένα προγράμματα ΑΙ, σε σύγκριση με το 45%, παγκοσμίως. Ωστόσο, θετικό είναι το γεγονός ότι 23% των ελληνικών επιχειρήσεων βρίσκεται σε αρχικά στάδια επενδύσεων σε ΑΙ, ενώ 37% πειραματίζεται με πιλοτικές εφαρμογές.

Οι τρεις βασικότεροι λόγοι που εξηγούν αυτή την αδράνεια, σύμφωνα με τις απόψεις των στελεχών, είναι η έλλειψη ΑΙ δεξιοτήτων (69%), η ασυμβατότητα με τα παραδοσιακά-legacy συστήματα των επιχειρήσεων (57%) και η ποιότητα των δεδομένων (37%). Κύριοι τομείς εφαρμογής του ΑΙ θεωρούνται τα ΙΤ, Marketing, Πωλήσεις και Operations, ενώ ως βασικά οφέλη αναγνωρίζονται η βελτιστοποίηση των λειτουργιών, ο μετασχηματισμός προϊόντων και υπηρεσιών, η βελτίωση των σχέσεων με τους πελάτες και η ενδυνάμωση του προσωπικού.

…και μοχλός ανάπτυξης της Ελλάδας
Από τη μελέτη προκύπτει ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί, επίσης, να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, οδηγώντας σε άνοδο του ΑΕΠ κατά 195 δισ. δολάρια την επόμενη δεκαπενταετία, κυρίως λόγω της «έξυπνης αυτοματοποίησης» (79 δισ. δολάρια) και της «ενδυνάμωσης του ανθρώπινου δυναμικού και του κεφαλαίου» (88 δισ. δολάρια).

Τέλος, εκτιμάται ότι η καινοτομία που θα ενισχυθεί, χάρη στις τεχνολογίες ΑΙ, θα συμβάλλει επίσης στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 29 δισ. δολάρια. Η μελέτη προτείνει και συγκεκριμένα μέτρα, για να μην χαθεί η δυναμική, βάζοντας ως προϋπόθεση τις συνέργειες ανάμεσα στους φορείς χάραξης πολιτικής (policy makers) και τα ηγετικά στελέχη του επιχειρηματικού κόσμου.

Συγκεκριμένα, οι πρώτοι πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που συνεπάγεται η τεχνητή νοημοσύνη, σε οργανωτική, τεχνολογική, πολιτική, ηθική και κοινωνική διάσταση, εστιάζοντας στην επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας, στην προετοιμασία της νέας γενιάς για την εποχή του ΑΙ, στην ανάπτυξη κώδικα δεοντολογίας και στην εφαρμογή πολιτικών και δράσεων ένταξης και συνολικής προόδου.

Ενώ οι δεύτεροι, ανεξαρτήτως κλάδου, πρέπει να προχωρήσουν άμεσα σε συστηματικές επενδύσεις και συνολική εφαρμογή των τεχνολογιών AI στους οργανισμούς τους, επιμένοντας στη μετάβαση από την απλή αυτοματοποίηση προς μια ολιστική αξιοποίηση του ΑΙ και της καινοτομίας, στον διαρκή πειραματισμό με τεχνολογίες ΑΙ, στην πλήρη αξιοποίηση των δεδομένων, στον ανασχεδιασμό της φύσης της εργασίας και στην ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων σ’ όλα τα επίπεδα της επιχείρησης, για αποδοτικότερη συνεργασία με τις «έξυπνες» μηχανές.