Σημαντικές, ενόψει της πρόσφατης εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (GDPR), είναι οι απαντήσεις των στελεχών ως προς το πόσο καλά γνωρίζουν τι προβλέπει ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός, καθώς μόνο το 40% του συνολικού δείγματος απαντά «καλά» ή «αρκετά καλά».

Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι 50%, έναντι 65% στη Δυτική Ευρώπη, 54% στις αναπτυγμένες οικονομίες και μόλις 29% στις αναδυόμενες οικονομίες. Συγχρόνως, στη σχετική ερώτηση «πόσο πιθανό είναι να εξασκήσετε το δικαίωμά σας να ζητήσετε να διαγραφούν τα προσωπικά σας στοιχεία;», μόνο το 24% του συνολικού δείγματος και 22% των Ελλήνων απαντούν καταφατικά. Είναι προφανές ότι, στην Ελλάδα, απαιτείται εντατικοποίηση των προσπαθειών για την ενημέρωση, τόσο των καταναλωτών, όσο και των επιχειρήσεων και του Δημόσιου Τομέα για τα ζητήματα που άπτονται του ΓΚΠΔ, καθώς η μη συμμόρφωση επιφέρει σημαντικές ποινές και κυρώσεις.

Η έρευνα της ΕΥ, στην οποία περιλαμβάνονται τα παραπάνω ευρήματα και στην οποία συμμετείχαν περίπου 2.550 στελέχη επιχειρήσεων από 55 χώρες, διερευνά – κατά βάση – το φαινόμενο της εταιρικής απάτης. Σύμφωνα με όσα διαπιστώνει η μελέτη (Global Fraud Survey), παρά την αυστηροποίηση της νομοθεσίας παγκοσμίως και την επιβολή προστίμων που ξεπερνούν τα 11 δισ. δολάρια από το 2012, η έκταση των φαινομένων διαφθοράς και απάτης δεν έχει μειωθεί.

Στην Ελλάδα, η έρευνα κατέγραψε μία σημαντική μείωση του αντίστοιχου ποσοστού στο 46% σε σχέση με 81% στην περσινή, ενδιάμεση έρευνα για την περιοχή της ΕΜΕΙΑ, 62% το 2016 και 69% στην ενδιάμεση έρευνα του 2015 για την ΕΜΕΙΑ. Ωστόσο, το ποσοστό όσων θεωρούν ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στη χώρα μας παραμένει αισθητά υψηλότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές και αναπτυγμένες οικονομίες, καθώς κινείται στα επίπεδα των αναδυομένων αγορών.